-
1 страница
-ы θ.σελίδα. || φύλλο•вырвать -у из тетради σχίζω ένα φύλλο από το τετράδιο.
|| μτφ. περίοδος•новая страница моей жизни καινούρια περίοδος της ζωής μου.
εκφρ.вписать новую -у – γράφω καινούρια σελίδα (εκτελώ κάτι σημαντικό, συνεισφέρω πολύ)•открыть новую -у – ανοίγω καινούρια σελίδα (περίοδο). -
2 полоса
полоса ж 1) η γραμμή 2) (земли) η ζώνη· взлётно-посадочная \полоса ο διάδρομος απογείωσης ( προσγείωσης) 3) (газеты) η σελίδα ( εφημερίδας)* * *ж1) η γραμμή2) ( земли) η ζώνηвзлётно-поса́дочная полоса́ — ο διάδρομος απογείωσης (προσγείωσης)
3) ( газеты) η σελίδα (εφημερίδας) -
3 страница
-
4 вакат
полигр. η λευκή σελίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакат
-
5 вкладка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вкладка
-
6 вклейка
1. (процесс) η συγκόλληση, το κόλλημα, η κόλληση 2. (вклеиваемый оттиск) полигр. η ένθετη (κολλημένη) σελίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вклейка
-
7 лист-оттиск
η σελίδα-αντίτυπο (αριθμός αντιτύπων μετρούμενων σε σελίδες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лист-оттиск
-
8 подстрочный
1. (расположенный внизу страницы или под строкой) το σχόλιο (κάτω από τη σελίδα), η υποσημείωση 2. (буквальный, сделанный слово в слово) κατά λέξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подстрочный
-
9 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
10 страница
η σελίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > страница
-
11 закладывать
закладыватьнесов1. (помещать, класть) βάζω /χώνω (засовывать):\закладывать ру́-ки в карманы βάζω τά χέρια στίς τσέπες·2. (заполнять) φράζω/ χτίζω (строительным материалом):\закладывать кирпичом окно́ φράζω τό παράθυρο μέ τοδ-βλα·3. (загромождать) γεμίζω, φορτώνω:\закладывать стол книгами γεμίζω τό τραπέζι μέ βιβλία·4. (отдавать в залог) ἐνεχυριάζω·5. (начинать постройку) βάζω τά θεμέλια (здание, памятник и т. п.)/ βάζω στά σκαριά (судно)·6. (лошадей) ζεύω, ζευγνυω. ζεΰγω· <> \закладывать страницу (в книге) βάζω σημάδι στή σελίδα· \закладывать складку κάνω -юи́р^ κανω πτυχή· \закладывать дверь на засо́в μανταλώνω τήν πόρτα. -
12 колонтитул
колон||ти́тулм полигр. ὁ μεταφερόμενος τίτλος, ὁ τίτλος βιβλίου ἐπαναλαμβανόμενος σέ κάθε σελίδα. -
13 недостающими
недостающими1. прич. от недоставать·2. прил ἐλλείπων, ἐλλιπής:\недостающимиая страница ἡ σελίδα πού λείπει. -
14 новый
но́в||ыйприл1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):\новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη. -
15 перевертывать
перевертыватьнесов ἀναποδογυρίζω:\перевертывать страницу γυρίζω τή σελίδα· \перевертывать стул ἀναποδογυρίζω τήν καρέκλα· \перевертывать вверх дном κάνω ἄνω κάτω, ἀναποδογυρίζω· \перевертываться ἀναποδογυρίζομαι. -
16 полоса
полосаж1. (черта) ἡ γραμμή·2. (узкий кусок) ἡ λουρίδα, ἡ λωρίς, ἡ ταινία (материи, бумаги) / ἡ λάμα (железа и т. п.)·3. (область) ἡ ζώνη:средняя \полоса ἡ μέση ζώνη· пограничная \полоса ἡ παραμε· θώριος ζώνη· \полоса огия воен. ἡ ζώνη πυρός·4. с.-х. τό χωράφι, ὁ ἀγρός·5. (период времени) ἡ περίοδος·6. полигр. ἡ σελίδα· ◊ \полоса света ἡ δέσμη φωτός. -
17 предыдущий
предыду́щ||ийприл προηγούμενος, πρότερος, προγενέστερος:\предыдущий оратор ὁ προηγούμενος ὁμιλητής, ὁ προαγορεύσας· на \предыдущийей странице στήν προηγουμένη σελίδα -
18 пятидесятый
пятидесятыйчисл. порядк. πεντηκοστός:\пятидесятыйая страница πεντηκοστή σελίδα· в \пятидесятыйые годы στήν ἐκτη δεκαετηρίδα, στά χρόνια πενήντα ὡς ἐξήντα. -
19 развернутый
развернут||ыйприч. и прил1. ξετυλιγμένος, ξεδιπλωμένος:\развернутыйая страница ἡ ἀνοιχτή σελίδα·2. воен. ἀναπτυγμένος:\развернутый строй ἡ ἀναπτυγμένη παράταξη· ◊ \развернутыйая резолюция ἡ ἐκτενής ἀπόφαση. -
20 седьмой
седьм||ойчисл. порядк. ἔβδομος:\седьмойо́е ноября ἐπτά τοῦ Νοέμβρη, ἡ ἔβδομη Νοεμβρίου· \седьмойа́я страница ἡ ἔβδομη σελίδα· ◊ быть на \седьмойо́м небе βρίσκομαι στον ἔβδομο οὐρανό.
См. также в других словарях:
σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… … Dictionary of Greek
σελίδα — η γεν. πληθ. ίδων 1. κάθε όψη γραμμένου ή τυπωμένου φύλλου χαρτιού: Το βιβλίο αυτό έχει διακόσιες σελίδες. 2. πρόσθετο ζώσμα πάνω από την κουπαστή, πέλα. 3. μτφ., κατόρθωμα ιστορικής σημασίας: Στα βουνά της Αλβανίας οι Έλληνες έγραψαν νέες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελίδα — σελίς cross beam fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίδ' — σελίδα , σελίς cross beam fem acc sg σελίδι , σελίς cross beam fem dat sg σελίδε , σελίς cross beam fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
PAGINAE — de libris chartarum proprie dicebantur, ut tabellae de membranis; Et quidem libri in membranisomnia folia, sive tabellas membranaceas, ex utraque parte scriptas habebatnt et probe succincteque compacti in non adeo magnam molem assurgebant: Libri… … Hofmann J. Lexicon universale
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
προμετωπίδα — Βιβλιογραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πρώτη τυπωμένη σελίδα ενός βιβλίου, η οποία περιέχει το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο και συνήθως και τον εκδότη. Τα πρώτα έντυπα βιβλία δεν είχαν π. με τη σύγχρονη σημασία της λέξης· … Dictionary of Greek
φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… … Dictionary of Greek
Archbishop Christodoulos of Athens — Christodoulos redirects here. For the Sicilian admiral, see Christodulus. Christodoulos Archbishop of Athens Enthroned April 28, 1998 Reign ended … Wikipedia